- πέδηση
- η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ](για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεωννεοελλ.1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων, φρενάρισμαα) «πέδηση διά ρευμάτων Φουκώ ή δινορρευμάτων» — ηλεκτρική πέδηση κατά την οποία η διαθέσιμη ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, προκαλούμενη από δινορρεύματα μέσα στη μεταλλική μάζα τού στρεφόμενου συστήματοςβ) «ηλεκτρική πέδηση» — πέδηση κατά την οποία το επιβραδύνον ζεύγος δυνάμεων είναι ηλεκτρικής προέλευσηςγ) «ηλεκτρομαγνητική πέδηση» — πέδηση κατά την οποία χρησιμοποιούνται ηλεκτρομαγνήτες για τη δημιουργία αντίρροπων δυνάμεωνδ) «ρεοστατική πέδηση» — ηλεκτρική πέδηση στην οποία οι κινητήρες μεταβάλλονται σε ηλεκτρικές γεννήτριες με φόρτο πάνω στις ηλεκτρικές αντιστάσεις2. αστροναυτ. ανάσχεση τής ταχύτητας ενός διαστημοπλοίου κατά την κάθοδό του προς ένα ουράνιο σώμα, η οποία πραγματοποιείται με τους ανασχετικούς πυραύλους που μπαίνουν σε λειτουργία την κατάλληλη στιγμή και επιβραδύνουν το διαστημόπλοιο, προκαλώντας σε αυτό ώθηση αντίθετης φοράς σε σχέση με την ταχύτητά του.
Dictionary of Greek. 2013.